υπόγλωσσον

υπόγλωσσον
τὸ, Α
βλ. ὑπόγλωσσος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑπόγλωσσον — horse tongue neut nom/voc/acc sg ὑπόγλωσσος somewhat talkative masc/fem acc sg ὑπόγλωσσος somewhat talkative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόγλωττον — ὑπόγλωσσον , ὑπόγλωσσον horse tongue neut nom/voc/acc sg ὑπόγλωσσον , ὑπόγλωσσος somewhat talkative masc/fem acc sg ὑπόγλωσσον , ὑπόγλωσσος somewhat talkative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογλώσσου — ὑπόγλωσσον horse tongue neut gen sg ὑπόγλωσσος somewhat talkative masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπογλωσσίς — και αττ. τ. ὑπογλωττίς, ίδος, ἡ, Α 1. οίδημα στη στοματική κοιλότητα κάτω από τη γλώσσα 2. η κάτω επιφάνεια τής γλώσσας 3. ο χαλινός τής γλώσσας 4. φάρμακο για τον βήχα 5. στεφάνι από ὑπόγλωσσον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γλῶσσα + επίθημα ίς,… …   Dictionary of Greek

  • υποθυμίς — ίδος, και αιολ. τ. ὐπάθυμις, ύμιδος, ἡ, Α στεφάνι από λουλούδια το οποίο φορούσαν οι συμπότες γύρω από τον λαιμό τους προκειμένου να απολαμβάνουν έτσι καλύτερα το άρωμα αυτών τών λουλουδιών 2. είδος άγνωστου πτηνού 3. είδος στεφάνου που… …   Dictionary of Greek

  • υπόγλωσσος — και αττ. τ. ὑπόγλωττος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γλώσσα 2. ο κάπως φλύαρος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπόγλωσσον και ὑπόγλωττον ονομασία δύο φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πρό γλωσσος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”